ΚΥΝΗΓΙ
Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013
Πέμπτη 8 Μαρτίου 2012
ΤΑ ΘΗΡΑΜΑΤΑ που ΚΥΝΗΓΑΜΕ
O ΛΑΓΟΣ
Είναι θηλαστικό της κατηγορίας των τρωκτικών, ανήκει στην οικογένεια των λαγίδων, με το κοινό όνομα Λαγός., επιστημονικά Λαγωός. Το γένος του περιλαμβάνει δύο κύρια είδη , το λαγό και το κουνέλι.
Εχει βάρος περίπου 3-6 κιλά και μήκος περίπου 75 εκατοστά.
Το χρώμα του είναι ανάλογο της ηλικίας του, γενικώς είναι χρώματος καστανοκίτρινον στο πάνω μέρος , προς τα πίσω λευκό , παρουσιάζει διάφορες παραλλαγές , όπως ποιό σκούρους ,λευκούς, ανοικτόχρωμους κ.λ.π. αναλόγως του περιβάλλοντος που ζει.
Για να βρει το θηλυκό του, καλύπτει μεγάλες αποστάσεις , ενώ αντίθετα το θηλυκό παραμένει στον τόπο που γεννήθηκε, στον τόπο που γνωρίζει και μεγάλωσε .
Ο λαγός γεννά 3-4 φορές τον χρόνο, την πρώτη τον Μάρτιο και την τελευταία τον Αύγουστο, ( στα νησιά έχει θηρευθεί πολλές φορές, έγκυος θυληκιά, τον Σεπτέμβριο!) και γεννά 2-4 μικρά αναλόγως των συνθηκών.
Ζώο δειλό από την φύση του, είναι υποχρεωμένο να κρύβεται όλη την ημέρα , να βόσκει και να χαριεντίζεται την νύχτα. Μειονεκτεί πολύ στην όραση , αλλά το αναπληρώνει με την τρομερά αναπτυγμένη ακοή του.
Η ζωή του λαγού είναι μία διαρκής σειρά ταλαιπωριών, κακουχιών, αγρυπνιών και φόβου, διότι διαρκώς είναι υπό καταδίωξη διαφόρων αρπακτικών όπως Αλεπού ,Λύκος, Κουνάβι, Φίδια , Αετών, Γεράκια κ.λ.π. Το μεγαλύτερο όριο ηλικίας του είναι περίπου 7-8 χρόνια. Ζει σχεδόν σε όλο τον κόσμο, διαφέρει σε χρώμα και μέγεθος.
Το χειμώνα βρίσκεται συνήθως στα προσήλια και το καλοκαίρι μέσα στις πυκνές και δροσερές ρεματιές, σε μεγάλο υψόμετρο. Διαλέγει απόμερα και ήσυχα μέρη , πάντα μακριά από μονοπάτια πολυσύχναστα, μέσα σε φουντωτούς θάμνους, φροντίζοντας πάντα η κρυψώνα του να έχει 2-3 εξόδους κινδύνου. Συνήθως το γιατάκι του δεν είναι μόνιμο. Αν η καταδίωξη είναι μικρή σε διάρκεια , θα ξαναγυρίσει στην ίδια φωλιά.
Η τροφή του είναι ιδιαίτερα καθαρή και τίποτε περισσότερο από φρέσκο χορταράκι, ρίζες φλούδες δένδρων και τρυφερούς βλαστούς.
Είναι θηλαστικό της κατηγορίας των τρωκτικών, ανήκει στην οικογένεια των λαγίδων, με το κοινό όνομα Λαγός., επιστημονικά Λαγωός. Το γένος του περιλαμβάνει δύο κύρια είδη , το λαγό και το κουνέλι.
Εχει βάρος περίπου 3-6 κιλά και μήκος περίπου 75 εκατοστά.
Το χρώμα του είναι ανάλογο της ηλικίας του, γενικώς είναι χρώματος καστανοκίτρινον στο πάνω μέρος , προς τα πίσω λευκό , παρουσιάζει διάφορες παραλλαγές , όπως ποιό σκούρους ,λευκούς, ανοικτόχρωμους κ.λ.π. αναλόγως του περιβάλλοντος που ζει.
Για να βρει το θηλυκό του, καλύπτει μεγάλες αποστάσεις , ενώ αντίθετα το θηλυκό παραμένει στον τόπο που γεννήθηκε, στον τόπο που γνωρίζει και μεγάλωσε .
Ο λαγός γεννά 3-4 φορές τον χρόνο, την πρώτη τον Μάρτιο και την τελευταία τον Αύγουστο, ( στα νησιά έχει θηρευθεί πολλές φορές, έγκυος θυληκιά, τον Σεπτέμβριο!) και γεννά 2-4 μικρά αναλόγως των συνθηκών.
Ζώο δειλό από την φύση του, είναι υποχρεωμένο να κρύβεται όλη την ημέρα , να βόσκει και να χαριεντίζεται την νύχτα. Μειονεκτεί πολύ στην όραση , αλλά το αναπληρώνει με την τρομερά αναπτυγμένη ακοή του.
Η ζωή του λαγού είναι μία διαρκής σειρά ταλαιπωριών, κακουχιών, αγρυπνιών και φόβου, διότι διαρκώς είναι υπό καταδίωξη διαφόρων αρπακτικών όπως Αλεπού ,Λύκος, Κουνάβι, Φίδια , Αετών, Γεράκια κ.λ.π. Το μεγαλύτερο όριο ηλικίας του είναι περίπου 7-8 χρόνια. Ζει σχεδόν σε όλο τον κόσμο, διαφέρει σε χρώμα και μέγεθος.
Το χειμώνα βρίσκεται συνήθως στα προσήλια και το καλοκαίρι μέσα στις πυκνές και δροσερές ρεματιές, σε μεγάλο υψόμετρο. Διαλέγει απόμερα και ήσυχα μέρη , πάντα μακριά από μονοπάτια πολυσύχναστα, μέσα σε φουντωτούς θάμνους, φροντίζοντας πάντα η κρυψώνα του να έχει 2-3 εξόδους κινδύνου. Συνήθως το γιατάκι του δεν είναι μόνιμο. Αν η καταδίωξη είναι μικρή σε διάρκεια , θα ξαναγυρίσει στην ίδια φωλιά.
Η τροφή του είναι ιδιαίτερα καθαρή και τίποτε περισσότερο από φρέσκο χορταράκι, ρίζες φλούδες δένδρων και τρυφερούς βλαστούς.
Επάνω
Το Κυνήγι του
Στην πατρίδα μας το κυνήγι του επιτρέπεται από 15 Σεπτεμβρίου μέχρι 31 Δεκεμβρίου, μόνο Τετάρτη- Σάββατο- Κυριακή.
Ο λαγός είναι πασίγνωστος από τα αρχαία χρόνια και τον κυνηγούσαν με μανία και ο Ξενοφών στα «Κυνηγετικά» του ασχολείται μαζί του. Είναι πράγματι ένα κυνήγι στο οποίο χρειάζεται τεράστια υπομονή , θέλει μαστοριά , εξυπνάδα, ειδικότητα ,ακινησία .καλό μάτι , γρήγορα αντανακλαστικά .Στον πραγματικό λαγοκυνηγό η δεύτερη ντουφεκιά ήταν ντροπή, (λέγανε μία ντουφεκιά είναι κρέας , δύο ίσως , τρεις αέρας).
Κυνηγιέται με σκυλιά ιχνηλάτες-δίωξης , 2 και περισσότερα, που ανοίγονται μακριά από τον κυνηγό ,ψάχνοντας (ιχνηλατώντας) την μυρωδιά που αφήνει στο έδαφος (ντορό) , καθώς ο λαγός επιστρέφει στην "κοιμισιά" του ("γιατάκι").
Αυτή η επιστροφή του από την νυχτερινή βοσκή, γίνεται πριν την αυγή και ακολουθεί μια δαιδαλώδη διαδρομή στην γνώριμή του περιοχή, που τον φέρνει στην τοποθεσία που έχει διαλέξει να παραμείνει μισοκοιμισμένος (λαγοκοιμάται!) για την διάρκεια της ημέρας. Τα "γιατάκια" του είναι πολλά στην περιοχή ...δικαιοδοσίας του, και διαφέρουν στην κατασκευή και τοποθεσία, ώστε να διαλέγει το κατάλληλο για τις καιρικές συνθήκες της ημέρας. Είναι μικρές λακούβες στο χώμα στην ρίζα μικρών θάμνων , κάτω από μεγάλες πέτρες για τις βροχερές μέρες, ακόμη και σε τρύπες στο έδαφος. Ειδικά στα νησιά, όταν κυνηγηθεί επί μακρόν από τα σκυλιά μακριά από τον κυνηγό, έχει σαν τελευταία λύση αυτές τις τρύπες στο έδαφος ή βαθειά κάτω από μεγάλες πέτρες, όπου θα παραμείνει για σχεδόν το υπόλοιπο της ημέρας, και γι' αυτό τον λόγο που γνωρίζουν καλά οι νησιώτες λαγοκυνηγοί, μαθαίνουν τα λαγόσκυλά τους να ψάχνουν πάντα κοντά τους, ώστε να τον τουφεκίσουν στο ξεφώλιασμα ή στα πρώτα μέτρα.
Στην πρωϊνή διαδρομή του ο λαγός, βάζει όλες τις τεχνικές που έχει διδαχθεί τους αιώνες που τον καταδιώκουν σχεδόν όλα τα αρπακτικά. Λίγο πριν το "γιατάκι" ακολουθεί μια διαδρομή μπρος-πίσω ..στο ίδιο μονοπάτι (τα "ψέματα") ώστε τα ίχνη του να επικαλύπτονται για να μπερδέψει τους διώκτες του, και τελικά με ένα μεγάλο πήδημα ,χώνεται στο γιατάκι , ώστε να μην αφήσει ίχνος γύρω και κοντά στο μέρος που θα περάσει την ημέρα του.
Τα έμπειρα σκυλιά μόνο είναι ικανά να "ξεδιαλύνουν" όλο αυτό το κουβάρι των ιχνών και μάλιστα αφήνουν και διαφορετικό χαρακτηριστικό γαύγισμα όλη την ώρα που προσπαθούν να ξεχωρίσουν το νεώτερο ίχνος από το παλαιώτερο (πήγαινε-έλα!) . Πολλές φορές οι λαγοί , κυρίως οι έμπειροι, σε αυτή την φάση ακούγοντας τα σκυλιά , διαλέγουν την ..σιωπηλή απομάκρυνση απο το επικίνδυνο μέρος, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί ! Τελικά τα σκυλιά όταν τον βρούν, ορμούν με ένα ουρλιαχτό στο γιατάκι του και αρχίζει η καταδίωξη.
O Λαγός , αφού πεταχτεί μ'ένα μεγάλο σάλτο από το γιατάκι, στα πρώτα μέτρα δεν αναπτύσει μεγάλη ταχύτητα, (η τουφεκιά εδώ είναι ...τραγικά εύκολη υπόθεση, και γι'αυτό πολλοί υποστηρίζουν ότι το να πάρεις λαγό στο ξεφώλιασμα , είναι αντιαθλητικό!!), ακολουθεί ένα σύντομο ζιγκ-ζαγκ ,σαν να προσπαθεί να κατανοήσει την ικανότητα των διωκτών του ,συνήθως τρέχει για λίγο στον κατήφορο και ξαφνικά με ένα απότομο γύρισμα στρέφεται προς την ανηφορική πλαγιά που ευνοεί το τρέξιμό του, λόγω των ασυνήθιστα μεγάλων πίσω ποδιών, και αναπτύσει όλη την ταχύτητα που του επιτρέπει το έδαφος, αφήνοντας πολλά μέτρα πίσω του τα σκυλιά που ουρλιάζουν! Είναι αυτή η ξεχωριστή ώρα για τους λαγοκυνηγούς που ξέρουν και ξεχωρίζουν από τα γαυγίσματα των σκυλιών , ..σε ποιά φάση είναι η καταδίωξη του φυγά! Είναι μια μουσική στα αυτιά αυτά τα γαυγίσματα των σκυλιών με τον διαφορετικό τόνο στην ησυχία του βουνού και δίνει αυτό το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στο λαγοκυνήγι !
O Λαγός στην φυγή του ακολουθεί πάντα τα γνωστά του μονοπάτια και πάντα στα όρια της περιοχής του. Ποτέ δεν απομακρύνεται έξω απο αυτά τα όρια, και γι'αυτό τον λόγο ,αν τα σκυλιά αντέξουν και μπορέσουν να ακολουθήσουν για πολή ώρα τα ίχνη του, αργά ή γρήγορα θα ξαναπεράσει από τα ίδια μέρη! Οι κυνηγοί γνωρίζοντας τα μονοπάτια του, στήνονται εκεί και περιμένουν να ξαναφανεί. Πρέπει να παραμένουν ακίνητοι και κυρίως αμίλητοι (ο λαγός ακούει πολύ καλά) και όπως ο φυγάς έχει το νου του περισσότερο στα γαυγίσματα των σκυλιών, συμβαίνει πολλές φορές να πέσει κυριολεκτικά πάνω τους!
Τα σκάγια είναι Νο συνήθως 3- 4-5 και το άνοιγμα της κάννης ( *-**-***).
Πολλά σκυλιά φέρμας, ιδίως αν είναι μαθημένα στα αγριοκούνελα.
Το Κυνήγι του
Στην πατρίδα μας το κυνήγι του επιτρέπεται από 15 Σεπτεμβρίου μέχρι 31 Δεκεμβρίου, μόνο Τετάρτη- Σάββατο- Κυριακή.
Ο λαγός είναι πασίγνωστος από τα αρχαία χρόνια και τον κυνηγούσαν με μανία και ο Ξενοφών στα «Κυνηγετικά» του ασχολείται μαζί του. Είναι πράγματι ένα κυνήγι στο οποίο χρειάζεται τεράστια υπομονή , θέλει μαστοριά , εξυπνάδα, ειδικότητα ,ακινησία .καλό μάτι , γρήγορα αντανακλαστικά .Στον πραγματικό λαγοκυνηγό η δεύτερη ντουφεκιά ήταν ντροπή, (λέγανε μία ντουφεκιά είναι κρέας , δύο ίσως , τρεις αέρας).
Κυνηγιέται με σκυλιά ιχνηλάτες-δίωξης , 2 και περισσότερα, που ανοίγονται μακριά από τον κυνηγό ,ψάχνοντας (ιχνηλατώντας) την μυρωδιά που αφήνει στο έδαφος (ντορό) , καθώς ο λαγός επιστρέφει στην "κοιμισιά" του ("γιατάκι").
Αυτή η επιστροφή του από την νυχτερινή βοσκή, γίνεται πριν την αυγή και ακολουθεί μια δαιδαλώδη διαδρομή στην γνώριμή του περιοχή, που τον φέρνει στην τοποθεσία που έχει διαλέξει να παραμείνει μισοκοιμισμένος (λαγοκοιμάται!) για την διάρκεια της ημέρας. Τα "γιατάκια" του είναι πολλά στην περιοχή ...δικαιοδοσίας του, και διαφέρουν στην κατασκευή και τοποθεσία, ώστε να διαλέγει το κατάλληλο για τις καιρικές συνθήκες της ημέρας. Είναι μικρές λακούβες στο χώμα στην ρίζα μικρών θάμνων , κάτω από μεγάλες πέτρες για τις βροχερές μέρες, ακόμη και σε τρύπες στο έδαφος. Ειδικά στα νησιά, όταν κυνηγηθεί επί μακρόν από τα σκυλιά μακριά από τον κυνηγό, έχει σαν τελευταία λύση αυτές τις τρύπες στο έδαφος ή βαθειά κάτω από μεγάλες πέτρες, όπου θα παραμείνει για σχεδόν το υπόλοιπο της ημέρας, και γι' αυτό τον λόγο που γνωρίζουν καλά οι νησιώτες λαγοκυνηγοί, μαθαίνουν τα λαγόσκυλά τους να ψάχνουν πάντα κοντά τους, ώστε να τον τουφεκίσουν στο ξεφώλιασμα ή στα πρώτα μέτρα.
Στην πρωϊνή διαδρομή του ο λαγός, βάζει όλες τις τεχνικές που έχει διδαχθεί τους αιώνες που τον καταδιώκουν σχεδόν όλα τα αρπακτικά. Λίγο πριν το "γιατάκι" ακολουθεί μια διαδρομή μπρος-πίσω ..στο ίδιο μονοπάτι (τα "ψέματα") ώστε τα ίχνη του να επικαλύπτονται για να μπερδέψει τους διώκτες του, και τελικά με ένα μεγάλο πήδημα ,χώνεται στο γιατάκι , ώστε να μην αφήσει ίχνος γύρω και κοντά στο μέρος που θα περάσει την ημέρα του.
Τα έμπειρα σκυλιά μόνο είναι ικανά να "ξεδιαλύνουν" όλο αυτό το κουβάρι των ιχνών και μάλιστα αφήνουν και διαφορετικό χαρακτηριστικό γαύγισμα όλη την ώρα που προσπαθούν να ξεχωρίσουν το νεώτερο ίχνος από το παλαιώτερο (πήγαινε-έλα!) . Πολλές φορές οι λαγοί , κυρίως οι έμπειροι, σε αυτή την φάση ακούγοντας τα σκυλιά , διαλέγουν την ..σιωπηλή απομάκρυνση απο το επικίνδυνο μέρος, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί ! Τελικά τα σκυλιά όταν τον βρούν, ορμούν με ένα ουρλιαχτό στο γιατάκι του και αρχίζει η καταδίωξη.
O Λαγός , αφού πεταχτεί μ'ένα μεγάλο σάλτο από το γιατάκι, στα πρώτα μέτρα δεν αναπτύσει μεγάλη ταχύτητα, (η τουφεκιά εδώ είναι ...τραγικά εύκολη υπόθεση, και γι'αυτό πολλοί υποστηρίζουν ότι το να πάρεις λαγό στο ξεφώλιασμα , είναι αντιαθλητικό!!), ακολουθεί ένα σύντομο ζιγκ-ζαγκ ,σαν να προσπαθεί να κατανοήσει την ικανότητα των διωκτών του ,συνήθως τρέχει για λίγο στον κατήφορο και ξαφνικά με ένα απότομο γύρισμα στρέφεται προς την ανηφορική πλαγιά που ευνοεί το τρέξιμό του, λόγω των ασυνήθιστα μεγάλων πίσω ποδιών, και αναπτύσει όλη την ταχύτητα που του επιτρέπει το έδαφος, αφήνοντας πολλά μέτρα πίσω του τα σκυλιά που ουρλιάζουν! Είναι αυτή η ξεχωριστή ώρα για τους λαγοκυνηγούς που ξέρουν και ξεχωρίζουν από τα γαυγίσματα των σκυλιών , ..σε ποιά φάση είναι η καταδίωξη του φυγά! Είναι μια μουσική στα αυτιά αυτά τα γαυγίσματα των σκυλιών με τον διαφορετικό τόνο στην ησυχία του βουνού και δίνει αυτό το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στο λαγοκυνήγι !
O Λαγός στην φυγή του ακολουθεί πάντα τα γνωστά του μονοπάτια και πάντα στα όρια της περιοχής του. Ποτέ δεν απομακρύνεται έξω απο αυτά τα όρια, και γι'αυτό τον λόγο ,αν τα σκυλιά αντέξουν και μπορέσουν να ακολουθήσουν για πολή ώρα τα ίχνη του, αργά ή γρήγορα θα ξαναπεράσει από τα ίδια μέρη! Οι κυνηγοί γνωρίζοντας τα μονοπάτια του, στήνονται εκεί και περιμένουν να ξαναφανεί. Πρέπει να παραμένουν ακίνητοι και κυρίως αμίλητοι (ο λαγός ακούει πολύ καλά) και όπως ο φυγάς έχει το νου του περισσότερο στα γαυγίσματα των σκυλιών, συμβαίνει πολλές φορές να πέσει κυριολεκτικά πάνω τους!
Τα σκάγια είναι Νο συνήθως 3- 4-5 και το άνοιγμα της κάννης ( *-**-***).
Πολλά σκυλιά φέρμας, ιδίως αν είναι μαθημένα στα αγριοκούνελα.
|
||||||||||||||||
ΣΕΤΤΕΡ
|
|
|
Το Αγγλικό Σέττερ είναι ένας, μετρίου μεγέθους,
«καθαρής» εξωτερικής γραμμής και ευγενικής συμπεριφοράς σκύλος. Η γενική του
εμφάνιση, είναι η δύναμη, η ισορροπία και το «στυλ». Τρέχει με χαρακτηριστική ελεύθερη και «μαλακή»
κίνηση, μεγάλα άλματα με δυνατό σπρώξιμο των πίσω ποδιών, κρατώντας σχεδόν ίσια την γραμμή του κεφαλιού με την
πλάτη. Είναι πολύ ενεργητικός στο κυνήγι, ενώ στο σπίτι είναι πράος και πολύ
φιλικός. Ο χαρακτήρας του, είναι ένα απ'τα πολλά πλεονεκτήματα της ράτσας, που
τον κάνουν ιδανικό σύντροφο στο κυνήγι και καλό φίλο της οικογένειας.
Το κεφάλι είναι σε πλήρη αρμονία μεγέθους με το σώμα. Μακρύ με καλοσχηματισμένο «στοπ», όταν κοιτάμε απ'το πλάϊ οι γραμμές της κορυφής, του ρύγχους και του κάτω μέρους της σιαγόνας, παράλληλες. Το κρανίο οβάλ, όταν κοιτάμε από εμπρός. Τα αυτιά ξεκινούν λίγο κάτω απ'την κορφή του κρανίου, είναι λεπτά με τρίχωμα μακρύ και μαλακό, φτάνουν δε σε μάκρος, λίγο πιο κάτω από το κάτω μέρος της σιαγόνας. Το ρύγχος καλοσχηματισμένο, ίσου περίπου μήκους με το κρανίο και τα ρουθούνια ανοικτά ,σε αρμονία με το μέγεθος του κρανίου, μαύρα ή σκούρα καφέ. Τα μάτια σκούρα καφέ (όσο σκουρότερα τόσο καλύτερα). Το τρίχωμα του κεφαλιού κοντό, μαλακό.
Το τρίχωμα από πίσω απ'το κεφάλι και σε όλο τον κορμό, είναι μακρύ, μεταξένιας υφής και ποτέ κατσαρό. Πίσω απ'τα πόδια (μπροστινά και πισινά) μακρύτερο, φτάνει σχεδόν στα πέλματα. Στην ουρά, αυξάνεται προοδευτικά έως την μέση της και είναι κοντύτερο στο τέλος, δίνοντάς της το χαρακτηριστικό σχήμα της «σπάθας».
Τα χρώματα του είναι άσπρο με μαύρες κηλίδες (bleu belton),άσπρο-πορτοκαλί (orange) ή (lemon belton), άσπρο-καφέ-μαύρο (tricolour). Άσπρο-καφέ σκούρο (liver belton) είναι αποδεκτό αλλά πολύ σπάνιο. Τα χρώματα που δίνουν τις παραπάνω ονομασίες, είναι τις περισσότερες φορές στο κεφάλι, λαιμό, στήθος και στα πόδια.
Το μέγεθός του όπως στις περισσότερες ράτσες, είναι διαφορετικό στα δύο φύλλα. Τα αρσενικά μεγαλύτερα και στο ύψος και στο βάρος.
Αρσενικά : Τυπικό ύψος στον
ώμο είναι: 25 – 27 ίντσες ( 63-- 68 εκατ.)Το κεφάλι είναι σε πλήρη αρμονία μεγέθους με το σώμα. Μακρύ με καλοσχηματισμένο «στοπ», όταν κοιτάμε απ'το πλάϊ οι γραμμές της κορυφής, του ρύγχους και του κάτω μέρους της σιαγόνας, παράλληλες. Το κρανίο οβάλ, όταν κοιτάμε από εμπρός. Τα αυτιά ξεκινούν λίγο κάτω απ'την κορφή του κρανίου, είναι λεπτά με τρίχωμα μακρύ και μαλακό, φτάνουν δε σε μάκρος, λίγο πιο κάτω από το κάτω μέρος της σιαγόνας. Το ρύγχος καλοσχηματισμένο, ίσου περίπου μήκους με το κρανίο και τα ρουθούνια ανοικτά ,σε αρμονία με το μέγεθος του κρανίου, μαύρα ή σκούρα καφέ. Τα μάτια σκούρα καφέ (όσο σκουρότερα τόσο καλύτερα). Το τρίχωμα του κεφαλιού κοντό, μαλακό.
Το τρίχωμα από πίσω απ'το κεφάλι και σε όλο τον κορμό, είναι μακρύ, μεταξένιας υφής και ποτέ κατσαρό. Πίσω απ'τα πόδια (μπροστινά και πισινά) μακρύτερο, φτάνει σχεδόν στα πέλματα. Στην ουρά, αυξάνεται προοδευτικά έως την μέση της και είναι κοντύτερο στο τέλος, δίνοντάς της το χαρακτηριστικό σχήμα της «σπάθας».
Τα χρώματα του είναι άσπρο με μαύρες κηλίδες (bleu belton),άσπρο-πορτοκαλί (orange) ή (lemon belton), άσπρο-καφέ-μαύρο (tricolour). Άσπρο-καφέ σκούρο (liver belton) είναι αποδεκτό αλλά πολύ σπάνιο. Τα χρώματα που δίνουν τις παραπάνω ονομασίες, είναι τις περισσότερες φορές στο κεφάλι, λαιμό, στήθος και στα πόδια.
Το μέγεθός του όπως στις περισσότερες ράτσες, είναι διαφορετικό στα δύο φύλλα. Τα αρσενικά μεγαλύτερα και στο ύψος και στο βάρος.
Θηλυκά : Τυπικό ύψος στον ώμο είναι: 24—25 ίντσες ( 60-- 63 εκατ.)
Petit Blue de Gascone
Το "Μεγάλο Μπλε της Γασκώνης" είναι Ιχνηλάτης (Scenthound)
αρχαίας καταγωγής, κατεξοχήν Γαλλικός. Κατάγεται από τους αρχικούς
Ιχνηλάτες Gaul και τα κυνηγόσκυλα τα οποία έφεραν οι Φοίνικες έμποροι,
και είναι ένας από τους δύο τύπους από τους οποίους οι περισσότερες
σύγχρονες φυλές κυνηγόσκυλων αναπτύχθηκαν. Ο μεγαλόσωμος (Grand) είναι
πιθανώς ο πιό στενός συγγενής, των τεσσάρων "Blue de Gascogne" φυλών.
Gascony είναι η Γαλλική επαρχία, η συγκεκριμένη περιοχή της αρχικής του
παραμονής και ανάπτυξης, βρίσκεται δε στη νοτιοδυτική ακτή της Γαλλίας.
Τα Grand Blue de Gascogne είναι μια φυλή κυνηγιού-εργασίας, ένα
κυνηγόσκυλο ιχνών "κατ' εξοχή," που έχει διατηρήσει τα ακραία φυσικά και
χαρακτηριστικά κυνηγιού του αρχαίου προγόνου του. Κάθε σημείο του
σκύλου είναι για έναν σκοπό σχετικό με τη συντήρηση της φυλής και της
μοναδικότητάς του. Το Grand Blue de Gascogne αναγνωρίστηκε από την
F.C.I τον Ιανουάριο του 1991.
To τρίχωμα και η έκφραση συνδυάζονται ώστε να διαμορφώσουν μια ασύγκριτη ομάδα και μια εντύπωση που είναι πολύ ευγενής και πολύ "Γαλλική" . Είναι ένα κυνηγόσκυλο ιχνηλασίας, μέτριας ταχύτητας, που στη αρχή χρησιμοποιήθηκε για να κυνηγήσει τους λύκους αλλά έχει προσαρμοστεί με επιτυχία στο κυνήγι του αγριόχοιρου, των ελαφιών, της αλεπούς και των λαγών. Το Grand Blue de Gascogne κυνηγά με έναν ήρεμο, συστηματικό τρόπο και διακρίνεται για την ακραία αίσθηση του προσδιορισμού του θηράματος, την τεράστια αντοχή και επιμονή, την μοναδική εμπιστοσύνη στην εργασία του, την εξυπνάδα του και τέλος την αξιοπρόσεκτη δυνατότητα ιχνηλασίας. Έχει μια βαθιά, ισχυρή μελωδική φωνή, ευδιάκριτο χρωματισμό και μια αριστοκρατική μορφή.
To τρίχωμα και η έκφραση συνδυάζονται ώστε να διαμορφώσουν μια ασύγκριτη ομάδα και μια εντύπωση που είναι πολύ ευγενής και πολύ "Γαλλική" . Είναι ένα κυνηγόσκυλο ιχνηλασίας, μέτριας ταχύτητας, που στη αρχή χρησιμοποιήθηκε για να κυνηγήσει τους λύκους αλλά έχει προσαρμοστεί με επιτυχία στο κυνήγι του αγριόχοιρου, των ελαφιών, της αλεπούς και των λαγών. Το Grand Blue de Gascogne κυνηγά με έναν ήρεμο, συστηματικό τρόπο και διακρίνεται για την ακραία αίσθηση του προσδιορισμού του θηράματος, την τεράστια αντοχή και επιμονή, την μοναδική εμπιστοσύνη στην εργασία του, την εξυπνάδα του και τέλος την αξιοπρόσεκτη δυνατότητα ιχνηλασίας. Έχει μια βαθιά, ισχυρή μελωδική φωνή, ευδιάκριτο χρωματισμό και μια αριστοκρατική μορφή.
Grand Blue de Gascogne | ||||||||||||||||||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
|
Ιδιαίτερα ΧαρακτηριστικάΗ πρώτη και άμεση εντύπωση του Grand Blue de Gascogne πρέπει να είναι αυτή ενός αληθινού κυνηγόσκυλου. Θεωρώντας τη μακριά ιστορία κυνηγιού της φυλής, τα σκυλιά πρέπει να έχουν μέτριο σκελετικό όγκο και άφθονο μυϊκό. Τα αρσενικά είναι βαρύτερα από τα θηλυκά. Η χαρακτηριστική ανταύγεια "Μπλέ του χάλυβα" του μαύρου χρώματος και η απατηλή συνεσταλμένη του έκφραση, είναι τα δύο κύρια γνωρίσματα του σκύλου.
Έχει ιδιαίτερα ανεπτυγμένη την όσφρηση ιχνηλασίας, αλλά και την αίσθηση του καταδιωκόμενου θηράματος. Η εργασία του στον κυνηγότοπο είναι μια ικανότατη επισταμένη σχολαστική έρευνα, οχι με μεγάλη ταχύτητα και συνεργάζεται άριστα με ομάδα παρόμοιων ιχνηλατών, αλλά και με τον κυνηγό.
Η φωνή του είναι χαρακτηριστική, βαθειά, ισχυρή και μελωδική. Λόγω της ισχυρής τους όσφρησης, εύκολα μαθαίνουν να κυνηγούν μικρά ή μεγάλου μεγέθους ζώα, αλλά είναι ικανά να κυνηγήσουν μόνο τα θηράματα για τα οποία έχουν εκπαιδευθεί, αγνοώντας όλα τα άλλα. Πολύ ειδικευμένοι στην προσέγγιση, είναι σκυλιά που δεν καταδιώκουν με ταχύτητα τους άριστους μεγάλης απόστασης δρομείς, αλλά θα υποχωρήσουν αμέσως πίσω στην ομάδα ή στον κυνηγό, αναζητώντας εκ'νέου το ίχνος.
Ως εμπειρογνώμονες στο κυνήγι του λαγού, αυτό το σκυλί εκμεταλλεύεται την αξιοπρόσεκτη οσφρητική ισχύ του, ώστε να εργάζεται με μια ακριβή και λεπτόλογη εργασία που ταιριάζει απόλυτα σε ένα τέτοιο είδος πονηρού και θαυμάσιου θηράματος. Η μακριά και ακριβής προσέγγιση που εκτελείται από αυτά τα σκυλιά είναι αξιοσημείωτη, επειδή πραγματικά αυτό είναι όχι μόνο το δυσκολότερο μέρος του κυνηγιού, αλλά και η λεπτότερη φάση του. Μέσα από την επιμελημένη αναζήτηση της νυκτερινής μετάβασης προς την κρυψώνα του θηράματος, "ξετυλίγει" με σιγουριά όλα τα "τεχνάσματα" που χρησιμοποιούν τα θηράματα πρίν το κρησφύγετο. Η αλλαγή στη φωνή εμφανίζεται ακριβώς, οποιαδήποτε στιγμή ανάλογα με τις ενέργειες, στην ιχνηλασία φρέσκου ντορού, στο "ξεδιάλυμα" στην δίωξη. Ο τόνος και ο υψηλός ρυθμός της φωνής του επάνω στην δίωξη μπορούν ακόμη και να παραπλανήσουν έναν "φυγά" ώς προς την απόσταση από τον διώκτη. Κατά τη διάρκεια της δίωξης τείνει να κρατήσει τον ίδιο σταθερό ρυθμό καλπασμoύ και διορθώνει εύκολα την πορεία του μόνο με τη βοήθεια της αίσθησης μυρωδιάς του. Μια θεαματική απόδοση πράγματι, και όταν έχει χάσει τη σωστή μυρωδιά, υπάρχουν σιωπηλά διαστήματα αναζήτησης, για να επαναλάβει τη φωνή όταν βρεί πάλι τη μυρωδιά. Κυνηγά καλά μόνο του ή ζευγάρι, αλλά προτιμά την ομάδα, ακόμα και μικρή σε αριθμό.
Petit Blue de Gascogne
Ο Μικρός Μπλέ της Γασκώνης, είναι ένα σκυλί σκόπιμα ανεπτυγμένο από τον Μεγάλο Μπλέ, με μειωμένο το μέγεθος, και με τα οποία είναι άμεσα σχετικό όσον αφορά στη χρησιμοποίησή τους. Αναγνωρίστηκε από το F.C.I το 1996.
Ο μικρός και ο μεγάλος διαφέρουν στο μέγεθος μόνο, αλλά τόσο η δομή, οι γραμμές και τα χρωματικά σχέδια είναι ίδια. Διαφέρουν λίγο και στην πρακτική εργασία: O μεγάλος είναι λίγο αργός, ενώ ο μικρός είναι πιο ταχύς. Ο μεγάλος όμως, είναι ελαφρώς καλύτερος ως μεγάλης απόστασης δρομέας στη δίωξη, παρά το μειονέκτημα του βαρύτερου σκελετού. Ο Γάλλος κυνηγός προτιμά τον Μεγάλο Μπλέ, ενώ οι Ιταλοί ήταν πάντα υπέρ ενός μέσου μεγέθους σκύλο. Το μέγεθος των μικρών σειρών είναι από 52 έως 58 εκατ. στα αρσενικά, 48 έως 56 στα θηλυκά.
Η Γαλλία, και ακριβώς το Gascogne είναι ο τόπος γεννήσεως και η μητέρα πατρίδα της φυλής. Αυτή τη στιγμή, ένας ικανός αριθμός όλων των παραλαγγών της φυλής είναι διαθέσιμος: [Grand Bleu, Petit Bleu, Basset Bleu and Griffon Bleu de Gascogne] - Μεγάλο Μπλέ, Μικρός Μπλέ, Μπασέ Μπλέ και Γκριφόν Μπλέ. Το τελευταίο είναι η μόνη χονδροειδής-μαλλιαρή παραλλαγή, τώρα διαθέσιμη σε ικανό αριθμό.
Πολλές παραλλαγές των κυνηγόσκυλων αυτών έφθασαν στην Ιταλία από τις Ευρωπαϊκές χώρες και μεταξύ αυτών ο Μικρός Μπλέ είναι που προσαρμόστηκε πολύ καλύτερα από τους άλλους στο έδαφος και το κλίμα. Κατά τη διάρκεια των ετών, οι ειδικευμένοι κυνηγοί εκείνης της περιοχής είχαν επιλέξει έναν τύπο σκυλιού που ταιριάζει καλύτερα στο έδαφος, τη μέθοδο κυνηγιού, το κλίμα και το είδος θηράματος που προτιμούσαν. Φυσικά, είναι πιθανό ότι είτε για το κουνέλι είτε οι κυνηγοί λαγών να έχoυν προσπαθήσει να αναπαραγάγουν και να επιλέξουν τα μικρότερα σκυλιά από εκείνους που κυνηγούσαν αγριογούρουνα, ελάφια ή το λύκο. Δεδομένου ότι εκείνα τα χρόνια, ήταν ένας πολύ διαδεδομένος τύπος κυνηγιού, αυτός είναι ο αληθινός λόγος, ή τουλάχιστον ένας, για την εξήγηση των διαφορών στο μέγεθος. Αντιθέτως, ακόμα κι αν το μέγεθος είναι ένα γνώρισμα που αξίζει την μέγιστη εκτίμηση, εντούτοις η δομή του σκελετού, οι άκρες του κρανίου και τα χείλια επιβεβαιώνουν οτι οι μίξεις αίματος μεταξύ του μικρού και του μεγάλου υπάρχουν.
Η Mικρή Mπλέ, είναι ένα συστηματικό σκυλί και προσδιορίζει τη Γαλλική φυλή που παρέμεινε αμετάβλητη κατά τη διάρκεια των ετών, για τις ικανότητες ύφους, φωνής, ιδιοσυγκρασίας, διάκρισης στο κυνήγι. Βασισμένη σε αυτά τα γνωρίσματα, μια βασική γραμμή σκυλιών διαμορφώθηκε και χρησιμοποιήθηκε από τα διάσημα εκτροφεία, όχι μόνο για να ωθήσει τις λιγότερο χρησιμοποιούμενες άτυχες φυλές, αλλά και για να εκθρέψει νέες φυλές. Η Μπλέ είναι ένας κλασικός ιχνηλάτης με την μύτη στη γη που ουρλιάζει στα ίχνη. Αυτό συμβαίνει όχι μόνο στην προσπέλαση, αλλά και στο "ξετύλιγμα" των ιχνών. Όταν περνά από ένα μικρό "τρέξιμο" ακόμα και από δέκα-είκοσι μέτρα μένει σιωπηλή, έπειτα ξαναρχίζει όταν βάζει πάλι τη μύτη του στη γη, και είναι ακόμα στη μετάβαση ή τη διαδρομή με τη μυρωδιά. Κυνηγά με ένα "κοντό" τρέξιμο, σταματώντας κάποτε λίγο για να παρατηρεί καλύτερα το έδαφος με το ρύγχος σταθερά στη γή (earthbound).
Η χροιά και ο τόνος της φωνής της ποικίλλουν σύμφωνα με την φάση του κυνηγίου, ακόμα κι αν η διαφορά μεταξύ των αρσενικών και των θηλυκών είναι πολύ ευδιάκριτη: ισχυρότερος και βαθύτερος τόνος για τα αρσενικά και υψηλός, μελωδικός για τα θηλυκά, εντούτοις πάντα πολύ εκφραστικός. Δίνουν την εντύπωση στον κυνηγό, οτι κάνουν έναν απολογισμό της εργασίας τους, από τη αλλαγή της φωνής τους, ανάλογα με την ημέρα, για όλες τις φάσεις κυνηγιού, το έδαφος και τις δυσκολίες που προετοιμάζονται από το κυνηγημένο ζώο.
Ποιά είναι η σωστή μέθοδος για μια ομάδα ιχνηλατών να φθάσει στη φωλιά; Εξαρτάται από πολλούς παράγοντες φυσικά, ανάλογα με το έδαφος, εποχή, λαγοί. Όμως κάποιος θα πει: με τη σωστή και λεπτόλογη ιχνηλασία (earthbound), που οδηγεί στη σίγουρη "μετάβαση" των θηραμάτων. Aλλοι: με το να κτενίσει όλη την γύρω περιοχή δραστήρια και τη σύγχυση των λαγών από τις ισχυρές φωνές τους. Οι συνήθης κριτική που γίνεται σε αυτά τα σκυλιά, είναι οτι οι ισχυρές φωνές τους στην ιχνηλασία "διώχνουν" το θήραμα, αλλά η αλήθεια είναι ότι ο λαγός που δεν μένει στη φωλιά του εν τη παρουσία αυτών των σκυλιών, δεν παραμένει εκεί και όταν άλλοι τύποι σκυλιών τον ψάχνουν.
Μερικές φορές ο λαγός παραμένει στη φωλιά του ακόμη και όταν το σκυλί βάζει το ρύγχος σ'αυτήν. Ο Mικρός Μπλέ χρησιμοποιεί μια κλασική μέθοδο στην προσπέλαση και στο σχεδιασμό της ιχνηλασίας, από τη σύλληψη της πρώτης οσμής. Σοβαρό και ειλικρινές, φθάνει στη μυρωδιά εκεί όπου άλλοι σταμάτησαν, απεγκλωβίζεται έξυπνα από τις εμπλοκές που προκαλούνται από το δραστήριο, πονηρό θήραμα. Παραμένει σιωπηλό όταν χάνει το ίχνος, κατόπιν επαναλαμβάνει τη φωνή του όταν έχει βρεί πάλι τη μυρωδιά. Εννοείται ότι, όταν την χάνει, θα αρχίσει τους ομόκεντρους, συνεχώς αυξανόμενους κύκλους που ολοκληρώνονται όταν την ξαναβρεί. Η συμπεριφορά αυτή είναι μια ιδιαίτερη αίσθηση του καταδιωκόμενου θηράματος, που έχουν από τη φύση τους.
Αυτός είναι και ο λόγος για τους αληθινούς ερασιτέχνες κυνηγούς που απολαμβάνουν και διεγείρονται από την εργασία αυτού του σκυλιού. Το κυνήγι με αυτήν την φυλή σημαίνει για πρώτη φορά για πολλούς, όχι μόνο μια εννοιολογική αλλαγή του μυαλού για την κυνηγετική δραστηριότητα ( huntsmanship), αλλά και για την αμοιβαία κατανόηση και τη συμπεριφορά σε ορισμένες καταστάσεις, και τον τρόπο ανταπόκρισης από το κυνηγετικό σκυλί.
Segugio
Σεγκούτσιο Κοντότριχο
Η ΣΥΝΟΠΤΙΚH ΙΣΤΟΡΙΚH ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Προέρχεται από το Αιγυπτιακό Λεβριέ, που έφεραν οι Φοίνικες πριν 2000
χρόνια στην Ελλάδα, την Ιταλία και σ’ όλες τις περιοχές της Μεσογείου.
Το Ελληνικό Λαγωνικό και κατ’ επέκταση ο «Ελληνικός Ιχνηλάτης», που
είναι και αυτός απόγονος του Αιγυπτιακού Λεβριέ, έχει κοινή καταγωγή με
το Σεγκούτσιο.
Το Αιγυπτιακό Λαγωνικό, ήταν κοινό στην Ελλάδα και την Νοτιοκεντρική
Ιταλία μέχρι και την εποχή της Αναγέννησης και έδωσε τη γέννηση στο
παρόν Segugio, του οποίου γενικές ανατομικές ιδιαιτερότητες έχουν
διατηρηθεί σχεδόν χωρίς αλλαγή μέσω των αιώνων. Σκυλιά του ίδιου τύπου
και του αναστήματος με τον παρόντα τύπο Segugio, παριστάνονται στα
αγάλματα της "Diane the huntress" (Diane chasseresse) στο μουσείο της
Νάπολης και αυτό "της Diane με το τόξο και το βέλος" (Diane tirant y
l'arc) στο μουσείο Βατικανού. Στο κάστρο Borso d'Este (1600), μπορούμε
να δούμε μια ζωγραφική που αντιπροσωπεύει τον ιδανικό τύπο του παρόντος
Segugio.
Με διασταυρώσεις των ντόπιων σκύλων τύπου Μπρακ, που υπήρχαν εκείνη
την εποχή, οι Ιταλοί δημιούργησαν το Σεγκούτσιο σε δυο ποικιλίες: με σκληρό και λείο τρίχωμα.
SEGUGIO ITALIANO PELO RASO | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
|
Ιδιοσυγκρασία - Κυνηγετικά Χαρακτηριστικά
Θεωρείται σκύλος με τέλεια κατασκευή σκελετού. Είναι ικανός να
ακολουθεί και να καταδιώκει το θήραμα πολλές ώρες χωρίς σημάδια
κούρασης. Χρησιμοποιείται σ’ όλα τα εδάφη με πολύ καλά αποτελέσματα.
Εχει μεγάλη αντοχή, ζήλο και καλή ταχύτητα. Η ειδικότητα του Σεγκούτσιο
είναι κυρίως ο λαγός, όπου τα καταφέρνει άριστα.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Υπάρχει και η άλλη ράτσα Σεγκούτσιο με σκληρό τρίχωμα, που είναι γραμμένη στα
F.C.I. με Νο 198 (Segugio Italiano Pelo Forte). Η διαφορά τους είναι
μόνο στο τρίχωμα, τα σωματικά και κυνηγετικά χαρακτηριστικά είναι τα
ίδια.
Τετάρτη 7 Μαρτίου 2012
ΨΑΡΕΜΑ
Λυθρίνια στο κρύο
Είναι όμορφο, απαιτητικό, έξυπνο και πεντανόστιμο. Θα το πιάσουμε όμως
με φρέσκο δόλωμα που πρέπει κάθε φορά να είναι διαφορετικό και
εκλεκτό!!!
Tα αλιευτικά εργαλεία που θα χρησιμοποιήσουμε είναι διπλάρι ή και
μονάγκιστρο, ενώ το κοινό και στις δύο περιπτώσεις είναι η ποιότητα των
υλικών. Θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε αγκίστρι με μέτρια κοιλιά με
μεσαίο έως μακρύ στέλεχος, που όμως πρέπει να διαθέτει αρπάδι που
καρφώνει με το παραμικρό.Τα παράμαλλα για το διπλάρι θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 60 πόντοι, ενώ για το μονάγκιστρο 80 πόντοι έως 1 μέτρο.
Το λυθρίνι είναι ένα από τα ομορφότερα και νοστιμότερα ψάρια, που όμως δεν θα πιαστεί ποτέ με επιπόλαια υλικά, δολώματα και τεχνική.Είναι μίζερο όσον αφορά τη διατροφή του και πρέπει να του «σερβίρουμε» το δόλωμα όσο μπορούμε πιο φρέσκο, ζωντανό κατά προτίμηση και ποτέ κατ' επανάληψη. Αν πιάσουμε ένα λυθρίνι με δόλωμα καραβιδάκι ζωντανό ή γαρίδα, που είναι από τα αγαπημένα του, την επόμενη φορά δεν θα του το προσφέρουμε αμέσως. Το αφήνουμε να το ζητήσει κι έτσι θα το φάει πιο εύκολα. Μετά από δύο κατεβάσματα με κάτι άλλο, δολώνουμε εκ νέου με καραβιδάκι και ο λύθρινας το αρπάζει! Κάτι άλλο που χρειάζεται να προσέξουμε είναι ότι δεν θα πρέπει να πάμε για ψάρεμα με ένα είδος δολώματος, καλύτερα να έχουμε τουλάχιστον τρία διαφορετικά, όπως γαρίδα, καραβιδάκι και σκουλήκι, γιατί όπως είπαμε είναι ψάρι εκλεκτικό και οι προτιμήσεις του είναι κάπως απρόβλεπτες.
Το τσίμπημα
Σύμφωνα με την όρεξη του ψαριού, αν το λυθρίνι τσιμπάει με όρεξη (πράγμα πού συμβαίνει σπανιότατα), χρησιμοποιούμε κοντά παράμαλλα, όχι όμως κάτω από 40 πόντους, ενώ σε τσίμπημα χωρίς όρεξη ή μίζερο όπως συνηθίζει, χρησιμοποιούμε μακριά.
Σημαντικότατο ρόλο παίζει η αίσθηση της αφής, αυτό δηλαδή που θα νιώσουμε κατά την επαφή των δακτύλων μας με το ψάρι. Σπάνια θα αισθανθούμε δυνατό τσίμπημα, τις περισσότερες φορές ίσα - ίσα που το καταλαβαίνουμε, εκεί είναι που πρέπει να καρφώσουμε δυνατά και αποφασιστικά. Τότε θα νιώσουμε το κεφάλι που κάνει το λυθρίνι, μέχρι να το φέρουμε όμως πάνω στη βάρκα δεν είμαστε σίγουροι ότι έχει γίνει δικό μας. Το ψάρι με πονηριά κατά την άνοδο προσπαθεί να προσπεράσει την αρματωσιά γι' αυτό πολλές φορές δεν καταλαβαίνουμε τα κεφάλια του στο ανέβασμα, ενώ αν σταματήσουμε να τραβάμε είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα το χάσουμε, γι' αυτό μαζεύουμε πάντα σταθερά, αργά ή γρήγορα, διατηρώντας όμως επαφή με το ψάρι. Βαρίδι χρησιμοποιούμε πάντα ανάλογα με το βάθος που ψαρεύουμε. Μικρό βάθος μικρό βαρίδι, μεγάλο βάθος μεγάλο βαρίδι.
Το ψάρεμα
Απαραίτητο όργανο στο ψάρεμά μας είναι το βυθόμετρο. Με το όργανο αυτό επιλέγουμε τον τόπο ψαρέματος, αναζητώντας την τραγάνα όπου ζουν τα λυθρίνια και τα «ξαδέρφια» του τα φαγκρόπουλα ή τα τσαούσια. Το ψάρεμα του λυθρινιού γίνεται με το γνωστό τρόπο της καθετής και φυσικά οι καλύτερες εποχές είναι μέχρι την άνοιξη, όπου τα βράχια και γενικότερα οι τραγάνες του βυθού συνήθως δε έχουν φύκια, γεγονός που διευκολύνει το ψάρεμα.
Το βυθόμετρο
Οταν ψαρεύουμε μεσοπέλαγα, χάνουμε την επαφή μας με την πετονιά, γιατί το βάθος «σβήνει» τα τσιμπήματα των ψαριών. Οπως προαναφέραμε εκτός από λυθρίνια στους ίδιους τόπους βόσκουν φαγκρόπουλα, μπαλάδες και τσαούσια. Με οδηγό το βυθόμετρο, αρματώνουμε κατάλληλα την πετονιά, αρχίζοντας με 60άρα στην κεντρική μάνα, συνεχίζοντας με 40άρα μετά το στριφτάρι. Θυμίζουμε ότι το παράμαλλο που βρίσκεται στο βαρίδι, είναι το πιο μακρύ και είναι δολωμένο με ζωντανό σκουλήκι ή καραβιδάκι, ενώ στα υπόλοιπα αγκίστρια μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και γαρίδα.
Το ανέβασμα
Κατά το ανέβασμα έχουμε δύο επιλογές: Η μία είναι με τα χέρια και η άλλη με ηλεκτρικό μηχανάκι για να μην κουραζόμαστε και κυρίως για να μην υποφέρουν τα δάχτυλα των χεριών μας. Ολα αυτά μέχρι τα 30 περίπου μέτρα, μετά αναλαμβάνουμε εμείς, αφού θα έχουμε και την αίσθηση των «χτυπημάτων» των ψαριών. Αυτή άλλωστε είναι η συγκίνηση και ο ενθουσιασμός όταν τα αγκίστριά μας έχουν ψάρια. Ακριβώς όμως λόγω ενθουσιασμού και κούρασης, υπάρχει το ενδεχόμενο η πετονιά να πέφτει ακανόνιστα στο σκάφος και κατά συνέπεια να μπερδευτεί (αν δεν χρησιμοποιούμε καλάμι με μηχανάκι).
Βεβαίως, όσο πιο χοντρή είναι η πετονιά τόσο περισσότερο λιγοστεύει ο κίνδυνος για κάτι τέτοιο στην περίπτωση που ψαρεύουμε με το χέρι. Καλό είναι να προσέχουμε πάνω στον ενθουσιασμό μας, είναι προτιμότερο να χαθεί ένα ψάρι, παρά να μπερδευτεί το αλιευτικό υλικό. Η πρότασή μας πάντως για αποφυγή των ανωτέρω προβλημάτων είναι η χρήση καλαμιού με μηχανισμό ?ηλεκτρικό ή χειροκίνητο- και στο τύμπανο τυλιγμένο νήμα για καλύτερη αίσθηση των τσιμπημάτων.
ΤΣΙΠΟΥΡΑ
Η ...χαρά του ερασιτέχνη
Το χτύπημα του ψαριού είναι η μεγαλύτερη συγκίνηση για τον ερασιτέχνη
ψαρά. Η συγκίνηση αυτή μεγιστοποιείται από το τράβηγμα και ακολούθως τη
σύλληψη μιας καλής τσιπούρας. Συγκίνηση μέχρι λιποθυμίας θα λέγαμε...
Προσοχή, όμως, γιατί από την πολλή συγκίνηση με μια αδέξια κίνησή
μας μπορεί να οδηγηθούμε σε απώλεια του ψαριού, οπότε σίγουρα σε
εγκεφαλικό...Την όμορφη «Χρυσοφρύδα» έχουν υμνήσει όλοι οι ψαράδες. Η συγκίνηση του τσιμπήματός της είναι απερίγραπτη, ακόμη κι αν χάσουμε το ψάρι, κάτι που μπορεί εύκολα να συμβεί γιατί οι μασέλες της άνετα μασούν την πετονιά αν το ψάρι δεν έχει αγκιστρωθεί από τα χείλη. Πάντως, για την εμπειρία και μόνο του χτυπήματος στο αλιευτικό μας εργαλείο μιας μεγάλης τσιπούρας, θα μιλάμε στους φίλους μας για πολύ καιρό...
Αναμφίβολα αποτελεί μια πολύ δύσκολη λεία. H τσιπούρα ζει κυρίως κοντά στις ακτές και σε βάθος που δεν υπερβαίνει τα 30 μέτρα. Είναι πολύ επιφυλακτικό ψάρι που ζει σε κοπάδια, τα οποία οδηγούν τα μεγαλύτερα του είδους, και συχνάζει σ' εκείνα τα σημεία της θάλασσας όπου υπάρχουν και αναπτύσσονται αποικίες οστρακοειδών όπως μύδια, τα οποία κυριολεκτικά καταβροχθίζει. Για να παγιδεύσουμε το ψάρι είναι απαραίτητο να βρούμε μια θαλάσσια περιοχή που να διαθέτει τις κατάλληλες συνθήκες.
Ιδανική περίοδος ψαρέματος θεωρείται η καλοκαιρινή και η φθινοπωρινή, όπου η θερμοκρασία του νερού δεν είναι χαμηλή. Ετσι, τα κοπάδια από τις τσιπούρες πλησιάζουν κατά τρόπο εντυπωσιακό την ακτή, καταλήγοντας πολλές φορές ακόμη και έξω στη στεριά.
Για αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι ένα είδος ψαρέματος που δεν απαιτεί μεγάλα σκάφη ή πολύπλοκο εξοπλισμό, αφού συνήθως γίνεται σε μια απόσταση 400-500 μέτρων από την ακτή και σε βάθος συχνά μικρότερο των 5 μέτρων. Oι ιδανικότερες ώρες ψαρέματος είναι και σ' αυτήν την περίπτωση οι θερμότερες της ημέρας, δηλαδή από τις 10 το πρωί έως τις 5 το απόγευμα. Εχουμε όμως θαυμάσια αποτελέσματα τις βραδινές, αλλά και τις πρωινές ώρες.
Από το σκάφος
Ενας τρόπος ψαρέματος είναι η αγκυροβόληση του σκάφους κοντά σε κάποια απόκρημνη ακτή με αμμώδη βυθό κι αυτό διότι η τσιπούρα είναι ψάρι πολύ επιφυλακτικό. Μπορεί να ενοχληθεί από τη σκιά της βάρκας, οπότε είναι προτιμότερο να κρατηθούμε σε κάποια απόσταση. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή στο αγκυροβόλιο, ώστε το σκάφος να είναι παράλληλο προς την ακτή, και πρέπει να χρησιμοποιηθούν δύο άγκυρες, μία από την πλευρά της πλώρης και μία από την πλευρά της πρύμνης. Τα προληπτικά αυτά μέτρα δε θα επιτρέψουν στο σκάφος να κινείται εμπρός-πίσω και οι πετονιές δεν θα χάσουν καθόλου από την ελκτική τους δύναμη. Σε αντίθετη περίπτωση, δεν θα είναι δυνατό να αισθανθούμε το τσίμπημα του ψαριού. Εξοπλισμός
Σε ότ,ι αφορά τον εξοπλισμό, το καλάμι θα πρέπει να είναι μακρύ, ώστε να ανταποκρίνεται σε μια ρίψη της τάξεως των 30-40 μέτρων. Θα συνιστούσαμε μήκος καλαμιού μεταξύ 2,20 - 2,70 με χρήση μολυβιού από 50-70 γραμμάρια.
Το μηχανάκι θα πρέπει απαραίτητα να έχει τη δυνατότητα περιέλιξης τουλάχιστον 200 μέτρων πετονιάς 0,40. Πολύ σημαντικό σημείο είναι η αντοχή της πετονιάς, λαμβάνοντας υπόψη τον όγκο και τη μαχητικότητα της τσιπούρας, που σε κάποιες περιπτώσεις φθάνει το βάρος των 5-6 κιλών.
H διαδικασία του μονταρίσματος είναι αρκετά απλή. Το βαρίδι της πετονιάς συνήθως είναι συρόμενο και με πλατιά οπή, ώστε να διευκολύνεται το πέρασμα της πετονιάς. Εκτός από το βαρίδι, στην πετονιά τοποθετείται μια ροδέλα από ατσάλι, με ελατήριο μεγέθους 8. Πολύ σημαντική είναι η επιλογή του αγκιστριού, γιατί τα δόντια της τσιπούρας μπορούν εύκολα να το λυγίσουν ή και να το σπάσουν. Η επάνω οδοντοστοιχία της εξέχει κάπως προς τα εμπρός σε σχέση με το σαγόνι και φέρει δύο ή τρία ζεύγη κωνικών δοντιών, ενώ ακολουθούν άλλες τέσσερις-πέντε σειρές από στρογγυλά δόντια που μοιάζουν με γομφίους, από τα οποία το τελευταίο της τρίτης σειράς είναι τεράστιο. Στο κάτω σαγόνι υπάρχει ο ίδιος αριθμός κωνικών δοντιών και ακολουθούν τρεις-τέσσερις σειρές γομφίων, από τους οποίους οι δύο τελευταίοι είναι τεράστιοι και όμοιοι με εκείνους της επάνω οδοντοστοιχίας. Πρακτικά, το στόμα της τσιπούρας αποτελεί ένα είδος μέγκενης, ώστε να συντρίβει κυριολεκτικά το όστρακο της λείας της και φυσικά... το αγκίστρι. Γι' αυτό το αγκίστρι μας πρέπει να έχει μέγεθος 1 ή 2 και να είναι κατά προτίμηση ατσάλινο με κοντό στέλεχος, ή από στιλβωμένο μέταλλο ειδικά κατασκευασμένο για τη συγκεκριμένη χρήση. Για το δέσιμο, τα αγκίστρια μπορεί να είναι δύο ειδών. O πρώτος τύπος είναι περισσότερο ενδεδειγμένος για δόλωμα με σκουλήκια, ενώ ο δεύτερος προτιμάται όταν για δόλωμα χρησιμοποιούμε μύδια.
Δολώματα
Σκουλήκια, μάνες μονοδόλια ή μύδια αποτελούν μερικούς από τους καλύτερους μεζέδες για την τσιπούρα.
Οσον αφορά το αμερικάνικο σκουλήκι, αυτό πρέπει να το τοποθετήσουμε ολόκληρο, με τρόπο ώστε να μην καλύπτει μόνο το αγκίστρι, αλλά και ένα τμήμα τουλάχιστον 5 εκατοστών από την πετονιά, αποτελώντας έτσι ένα προκλητικό ερέθισμα για το ψάρι.
Γι' αυτόν τον λόγο χρειαζόμαστε ένα σύρμα όσο το δυνατόν λεπτότερο, το οποίο θα διαπεράσει το σκουλήκι από το κεφάλι μέχρι την ουρά μέχρι να καλυφθεί ολόκληρο το αγκίστρι ή καλύτερα μια βελόνα, που πωλείται από τα καταστήματα ειδών αλιείας για τη συγκεκριμένη χρήση. Για να επιτύχουμε το αμερικάνικο σκουλήκι να καλύψει όχι μόνο ολόκληρο το αγκίστρι, αλλά και να συμπεριλάβει και τμήμα της πετονιάς, είναι απαραίτητο η τοποθέτηση να γίνεται από την πετονιά. Για να πραγματοποιηθεί αυτό, είναι αναγκαίο να χρησιμοποιήσουμε ένα λεπτό σύρμα (αν δεν έχουμε προμηθευτεί βελόνα όπως αναφέρουμε παραπάνω). Μεταξύ των διαφόρων τύπων που υπάρχουν στο εμπόριο, θα πρέπει να επιλέξουμε το λεπτότερο, στο οποίο θα φτιάξουμε έναν κόμπο που θα χρησιμεύσει για στοπ μεταξύ της πετονιάς και του σύρματος. Μετά την τοποθέτηση του δολώματος, το σκουλήκι διατηρείται ακέραιο και επομένως ελκυστικότερο για το ψάρι. Το αυτό ισχύει και για το μονοδόλι.
Στην περίπτωση της μάνας, αναλόγως του μεγέθους της την κόβουμε στα τρία ή στα τέσσερα και δολώνουμε το κομμάτι όπως πιο πάνω το σκουλήκι.
H τοποθέτηση δολώματος από μύδι προϋποθέτει το προσεκτικό άνοιγμα του οστρακοειδούς με ένα μαχαίρι, ενώ το αγκίστρι θα τοποθετηθεί στο πιο σκληρό τμήμα του.
Ελεγχος και ρεζέρβες
Πρόκειται για είδος ψαρέματος που η αναμονή είναι το κυριότερο στοιχείο του, οπότε καλό είναι κάθε 20-30 λεπτά να ελέγχουμε την ακεραιότητα των δολωμάτων, κυρίως των σκουληκιών, διότι μπορούν να φαγωθούν από καβούρια ή από μικρόψαρα.
Οσον αφορά το ψάρεμα με πολλά καλάμια -είτε ψαρεύουμε αγκυροβολημένοι από σκάφος, είτε από την ακτή- είναι απαραίτητο αυτά να είναι σε διάταξη τέτοια, ώστε οι πετονιές να μην μπλέκουν μεταξύ τους σε περίπτωση που το ψάρι τσιμπήσει. Στο σκάφος καλό είναι να δουλεύουμε με τρία καλάμια, ένα πλώρη, ένα πρύμνη κι ένα στο μέσον.
Οπως είπαμε και πιο πάνω, χρειάζεται προσοχή στην επιλογή των εργαλείων μας, γιατί μπορεί να αντιμετωπίσουμε ψάρια με εντυπωσιακές διαστάσεις και μαχητικότητα, ικανά να καταπονήσουν αισθητά τον εξοπλισμό μας και προπαντός το ακραίο τμήμα του. Είναι σημαντικό να διαθέτουμε εφεδρικά αγκίστρια, γιατί είναι πιθανόν τα δολώματα να γαντζωθούν στα βράχια ή στις αποικίες των μυδιών.
Και φυσικά υπομονή! Αν και οι ώρες στη θάλασσα και ειδικά επάνω στο σκάφος περνούν σαν νερό. Πότε είναι νύχτα και πότε ξημερώνει ούτε που το καταλαβαίνουμε...
Το αγκίστρι μας πρέπει να έχει μέγεθος 1 ή 2 και να είναι κατά προτίμηση ατσάλινο με κοντό στέλεχος, ή από στιλβωμένο μέταλλο ειδικά κατασκευασμένο για τη συγκεκριμένη χρήση. Για το δέσιμο, τα αγκίστρια μπορεί να είναι δύο ειδών. O πρώτος τύπος είναι περισσότερο ενδεδειγμένος για δόλωμα με σκουλήκια, ενώ ο δεύτερος προτιμάται όταν για δόλωμα χρησιμοποιούμε μύδια.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)